- ανασκάλεμα
- το, -ατοςτο να ανασκαλεύει κανείς: Σταμάτα, σε παρακαλώ, το ανασκάλεμα του συρταριού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεθράκισμα — και ξεθράκιασμα, το [ξεθρακίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθρακίζω, ανασκάλεμα τής φωτιάς για ενδυνάμωσή της … Dictionary of Greek
ξεσκάλισμα — το [ξεσκαλίζω] 1. το σκάλισμα γύρω από τη ρίζα φυτού 2. ανακίνηση, ανασκάλεμα πραγμάτων για την εξεύρεση χαμένου αντικειμένου 3. η εκ νέου διερεύνηση ενός ζητήματος, ανακίνηση … Dictionary of Greek
πυράγρα — η, ΝΜΑ λαβίδα αποτελούμενη από δύο σκέλη κατάλληλη για το ανασκάλεμα τής φωτιάς, πυρολαβίδα, μασιά νεοελλ. μεταλλική λαβίδα που χρησιμοποιείται από τους σιδηρουργούς για τη συγκράτηση τών διάπυρων μεταλλικών τεμαχίων, τσιμπίδα αρχ. (γενικά)… … Dictionary of Greek
ξεσκάλισμα — το, ατος ανακίνηση παλιών υποθέσεων, ανασκάλεμα: Δε συμφέρει το ξεσκάλισμα αυτής της υπόθεσης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υποδαύλιση — η 1. συνδαύλισμα, ανασκάλεμα, ανασκάλισμα: Υποδαύλιση της φωτιάς στο τζάκι. 2. μτφ., αναζωογόνηση, αναζωπύρωση, αναμόχλευση, υποκίνηση: Επιδιώκει την υποδαύλιση της παλιάς εχθρότητας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)